υπαρξιστικός

υπαρξιστικός
η , ό[ν] экзистенциальный, экзистенциалистский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υπαρξιστικός" в других словарях:

  • υπαρξιστικός — ή, ό, Ν [υπαρξιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπαρξισμό ή στον υπαρξιστή («υπαρξιστική φιλοσοφία») …   Dictionary of Greek

  • υπαρξιστικός, -ή — ό που έχει σχέση με τον υπαρξιστή ή τον υπαρξισμό (βλ. λ.): Υπαρξιστική θεωρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»