- υπαρξιστικός
- η , ό[ν] экзистенциальный, экзистенциалистский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπαρξιστικός — ή, ό, Ν [υπαρξιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπαρξισμό ή στον υπαρξιστή («υπαρξιστική φιλοσοφία») … Dictionary of Greek
υπαρξιστικός, -ή — ό που έχει σχέση με τον υπαρξιστή ή τον υπαρξισμό (βλ. λ.): Υπαρξιστική θεωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)